αρχάριος

αρχάριος
-α, -ο (Μ ἀρχάριος, -α, -ον)
πρωτόπειρος, άπειρος ή αδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή + (μσν. κατάλ.) -άριος (βλ. κατάλ. -άρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αρχάριος — α, ο πρωτόπειρος, αδέξιος, ατζαμής: Μην τον παρεξηγείς, είναι αρχάριος στο επάγγελμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… …   Dictionary of Greek

  • εισαγωγικός — ή, ό (AM εἰσαγωγικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εισαγωγικά σημείο στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για αυτολεξεί μεταφορά λόγων άλλου ή για παράδειγμα 2. φρ. α) «εισαγωγικές… …   Dictionary of Greek

  • μαθητεύω — (AM μαθητεύω, Μ και μαθητεύγω) [μαθητής] 1. διδάσκομαι από κάποιον, είμαι μαθητής, σπουδάζω 2. μεταδίδω γνώσεις, διδάσκω, εκπαιδεύω («πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαθητευόμενος, η, ο α)… …   Dictionary of Greek

  • μαθητούδι — το [μαθητής] 1. μικρός μαθητής 2. μαθητευόμενος 3. αδαής, άπειρος, αρχάριος …   Dictionary of Greek

  • μικρόσχημος — η, ο (Μ μικρόσχημος, ον) (για μοναχό, μοναχή) αυτός που φορά το «μικρό σχήμα», δηλ. μοναχικό ένδυμα, διότι ανήκει στη δεύτερη από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται οι μοναχοί, αρχάριος, εισαγωγικός μοναχός νεοελλ. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • νεαλής — νεαλής, ές (Α) 1. αυτός που έχει συλληφθεί πρόσφατα 2. (για πρόσ. και ζώα) αυτός που έχει νεανική δύναμη, ακμαίος, σφριγηλός 3. αυτός που είναι νεαρός στην ηλικία 4. αυτός που είναι άπειρος σε κάτι, αρχάριος 5. (για ψάρια) νωπός, φρέσκος 6. αυτός …   Dictionary of Greek

  • πρωτάρης — ο, θηλ. πρωτάρα και πρωταριά, Ν 1. αυτός που για πρώτη φορά κάνει ή δοκιμάζει κάτι 2. (κατ επέκτ.) πρωτόπειρος, αρχάριος, αδέξιος 3. το θηλ. (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) αυτός που γεννάει για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρώτος + κατάλ. άρης* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοδαής — ές, Α πρωτόπειρος, αρχάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω», βλ. και το ομόρριζο διδάσκω), πρβλ. ὀρθο δαής] …   Dictionary of Greek

  • πρωτομάθητος — η, ο, Ν [πρωτομαθαίνω] 1. αυτός που αρχίζει να μαθαίνει κάτι 2. (κατ επέκτ.) άπειρος, αρχάριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”